καυνάκης

καυνάκης
Υφαντό ένδυμα που έμοιαζε πολύ με δέρμα γίδας και το χρησιμοποιούσαν άνδρες και γυναίκες την πρώιμη σουμεριακή εποχή. Οι άνδρες φορούσαν τον κ. από τη μέση, αφήνοντας ακάλυπτο το στήθος, ενώ οι γυναίκες κάλυπταν με αυτό ολόκληρο το σώμα τους, αφήνοντας γυμνό μόνο τον ώμο τους. Κατά την παράδοση, στη νεοσουμεριακή εποχή τον κ. φορούσαν μόνο οι θεοί και οι θεές.
* * *
καυνάκης, ὁ (Α)
χοντρό πανωφόρι, χλαίνη, περσικής ή βαβυλωνιακής κατασκευής («καυνάκης πορφυροῡς», Μέν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γαυνάκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καυνάκης — καυνάκη thick cloak fem gen sg (attic epic ionic) καυνάκης thick cloak masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυνάκη — και γαυνάκη, ἡ (Α) καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης, ὁ, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • καυνακοπλόκος — καυνακοπλόκος, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • καυνάκαι — καυνάκᾱͅ , καυνάκη thick cloak fem dat sg (doric aeolic) καυνάκης thick cloak masc nom/voc pl καυνάκᾱͅ , καυνάκης thick cloak masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυνάκας — καυνάκᾱς , καυνάκη thick cloak fem acc pl καυνάκᾱς , καυνάκη thick cloak fem gen sg (doric aeolic) καυνάκᾱς , καυνάκης thick cloak masc acc pl καυνάκᾱς , καυνάκης thick cloak masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • гуня — ветхая одежонка , гунка пеленка , укр. гуня сермяга болг. гуня плащ из козьей шерсти , сербохорв. гу̑њ вид верхнего платья , словен. gunj, чеш. houně ворсистая ткань, одеяло , слвц. huňa, польск. gunia – то же. Заимств. из др. ир. gaunyā ж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • куна — I куна I., куница – зверек Мustela , др. русск. куна денежная единица, равная 1/22 гривны, первонач. означало куний мех, стоящий 1 диргем (Пов. врем. лет), затем куны мн. деньги , до ХV в. (см. Бауэр у Шрёттера, 333 и сл.), укр., блр. куна, болг …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Каунакес — Бактрийская статуэтка женщины в каунакесе Каунакес (греч …   Википедия

  • γαυνάκης — γαυνάκης, ο (Α) ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό *gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)] …   Dictionary of Greek

  • καυνάκιον — καυνάκιον, τὸ (Α) υποκορ. τού καυνάκης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”